- επιγραμματίζω
- (AM ἐπιγραμματίζω) [επίγραμμα]συνθέτω επίγραμμανεοελλ.χαρακτηρίζω με τρόπο επιγραμματικό.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
επιγραμματικός — ή, ό [επιγραμματίζω] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο επίγραμμα («επιγραμματική ποίηση») 2. αυτός που διατυπώνεται ως επίγραμμα, σύντομα και εύστοχα … Dictionary of Greek
επιγραμματιστής — ο (AM ἐπιγραμματιστής) [επιγραμματίζω] νεοελλ. αυτός που χαρακτηρίζει με τρόπο επιγραμματικό αρχ. επιγραμματοποιός … Dictionary of Greek